- υποληπτός
- -όν, Α [ὑπολαμβάνω]1. υποθετικός2. (για χρόνο) καθορισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποληπτόν — ὑποληπτός determinate masc/fem acc sg ὑποληπτός determinate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποληπτοῦ — ὑποληπτός determinate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποληπτούς — ὑποληπτός determinate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποληπτά — ὑποληπτός determinate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)